θημονιά

θημονιά
θημονιά, ἡ (Α)
(στον Ησύχ.) εσφ. γρφ. αντί θημωνιά*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • стог — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. θημονία, στοιβή) куча сжатого на поле хлеба.  … …   Словарь церковнославянского языка

  • θημωνιά — και θημωνία και θεμωνιά (ΑΜ θημωνιά και στον Ησύχ. και θειμωνία και θημονιά) [θημών] νεοελλ. μσν. ο σωρός που σχηματίζεται από δεμάτια θερισμένων σιτηρών ή χόρτων αρχ. κάθε σωρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”